- σκευοθήκα
- ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. σκευοθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκευοθήκη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σκεοθήκα και σκευοθήκα και σχεοθήκη Α 1. θήκη, έπιπλο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται διάφορα σκεύη («εἴρηται γὰρ οὕτως ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη», Αθήν.) 2. αποθήκη σκευών νεοελλ. 1. ναυτ. διαμέρισμα τού πλοίου, κατά κανόνα… … Dictionary of Greek